- τριπολῖτις
- τρῐ-πολῖτις, ιδος, ἡ, fem. Adj.A = τρίπολις, Πελαγονία, in Thessaly, Str.7.7.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριπολίτις — η / τριπολῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ βλ. τριπολίτιδα … Dictionary of Greek
τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… … Dictionary of Greek
τριπολίτιδος — τριπολί̱τιδος , τριπολῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)